Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Είναι μέρες τώρα που δεν μπορώ να διατηρήσω την αισιοδοξία μου με τίποτε.
Προσπάθησα να είναι όλα διαφορετικά στη ζωή μου φέτος και εν μέρει τα κατάφερα. Δε ζω τους ρυθμούς του σχολείου. Έχω ξαναγίνει φοιτήτρια, χωρίς πάσο αλλά με πλήρεις αποδοχές. Σε μία σχολή άκρως ενδιαφέρουσα, που αδημονώ - ο φύτουλας!!! - να ξεκινήσει μαθήματα.
Αποδέχτηκα ότι για πολλά πράγματα δεν μπορώ να κάνω τίποτε, για άλλα για τα οποία νιώθω κάποιες ενοχές ότι δεν τα χειρίστηκα σωστά, πάλι δεν είναι στο χέρι μου να τα διορθώσω. Να γυρίσω το χρόνο πίσω που λένε και οι Onirama είναι λιγάκι δύσκολο.Ούτε καν "να κλείσω τη σκέψη σε ένα μαύρο κουτί" (Στρατής) δεν μπορώ πια. Οπότε αποφάσισα να είμαι αυτή που θέλω στα πλαίσια που μπορώ. Για όλα τα άλλα θα αδιαφορώ. Γιατί όπως λέει και ο Steven King "ο κόσμος έχει προχωρήσει παραπέρα" και τον τελευταίο χρόνο με άφησε σαφώς πολύ πίσω του.
Δεν θα έλεγα πως είμαι η ευτυχία προσωποποιημένη αλλά πως προσπαθώ. Άλλωστε, ποιος είναι;
Η ζωή δυστυχώς ή ευτυχώς σε τραβά μαζί της, για να μην πω σε σέρνει, ακόμα και όταν εύχεσαι να πεθάνεις. Και αργά ή γρήγορα σε κάνει να βρίσκεις ένα λόγο να υπάρχεις, σε ταρακουνάει όταν όλα νομίζεις πως έχουν ισοπεδωθεί. Φτάνει ένα αστείο από κάποιο φιλαράκι, μια καλή κουβέντα ενός αγνώστου, μια νέα φιλία, ένας καφές χαζεύοντας τη θάλασσα να σε κάνει να θέλεις να ζεις ακόμα και όταν δεν βρίσκεις κανένα νόημα σε αυτό.
Και τότε που χαμογελάς, που νιώθεις για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό καλά με τον εαυτό σου έρχεται κάτι που τα ανατρέπει όλα. Συμβαίνει κάτι και νομίζεις πως δεν αξίζει για τίποτε να προσπαθείς. Είναι ανατριχιαστικό το πόσο σε διαλύει η ζωή ορισμένες φορές, πόσο πολύ εύκολα σου αποδεικνύει πως είναι δυνατότερη από εσένα.
Μήπως το ότι ζούμε είναι από μόνο του ένας άθλος;
Πρόσφατα, γνωστή γνωστού μου, 25 χρονών κοπέλα, πανέμορφη, νιόπαντρη με όλη τη ζωή μπροστά της έκανε πολύ λεπτή εγχείρηση 11 ωρών αφαίρεσης όγκου από το κεφάλι και είναι αυτή τη στιγμή κλινικά νεκρή.
Καινούρια μου φίλη, ένα εξαιρετικά ήρεμο και ευγενικό πλάσμα έχασε ξαφνικά από ανακοπή τον άντρα της πέρσι το καλοκαίρι. Έχουν 3 παιδιά. Έμεινα ξερή όταν μου το είπε. Προσπάθησε να μου το απαλύνει - όχι για εκείνη που σαφώς ήταν χάσιμο της γης κάτω από τα πόδια της αλλά για μένα, επειδή με είδε να χάνω το χρώμα μου.
Τελικά δεν πρόκειται ποτέ να συμβιβαστώ με την απώλεια ανθρώπων που αγαπώ είτε αυτό λέγεται θάνατος είτε χωρισμός. Πάντα θα με πονάνε όλα. Ακριβώς γιατί δεν το καταλαβαίνω. Ποιος ο λόγος να συμβαίνουν όλα αυτά;
Τι σκοπό πληρούσε ο θάνατος αυτού του ανθρώπου, που είχε την οικογένειά του, ήταν αγαπημένοι και τον χρειάζονταν όλοι και τους χρειαζόταν κι εκείνος;
Αυτή η φράση, η τόσο δήθεν τάχα μου παρηγορητική, "μπορεί να είναι και για καλό" πολύ μου τη σπάει.
Ποιο καλό;
Πού είναι αυτό το καλό;
Και δεν ήταν καλό και όμορφο αυτό που είχες;
Γιατί πρέπει να βιώνεις τόσο οριστικές απώλειες και να βρίσκεσαι ξαφνικά απελπισμένος και ανήμπορος να κάνεις το οτιδήποτε;
Γιατί;
Για να αποδείξεις στον εαυτό σου ή στους άλλους ότι είσαι δυνατός;
Οι άλλοι μπορεί να σε βλέπουν έτσι, άκρως δυνατό να τα αντέχεις όλα. Στον εαυτό σου όμως μπορείς να κρυφτείς;


Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Οι άνθρωποι γύρω μας

Πώς τα φέρνει όμως η ζωή ε?
Μας απομακρύνει από ανθρώπους που αγαπάμε και μας κρατά κοντά σε αυτούς που ούτε να τους αντικρίζουμε δεν αντέχουμε. Και για τους δεύτερους καρφάκι δε μας καίγεται. Για τους πρώτους όμως αναρωτιόμαστε συνεχώς ένα γιατί. Όχι, ότι δεν το ξέρουμε. Απλά ποτέ δεν είμαστε σίγουροι για αυτό το ρημαδογιατί. Μόνο να υποθέτουμε μπορούμε. Ίσως γιατί δεν "ήταν γραφτό" να μείνουν κοντά μας ή και ίσως δεν άντεχαν να είναι τόσο κοντά άνθρωποι με έντονη προσωπικότητα, με ή και χωρίς πολλές φορές έντονα και κυριαρχικά συναισθήματα. Και άλλα πολλά και διάφορα περνάνε από το μυαλουδάκι μας ... μα καμιά σιγουριά! Όπως και να 'χει το κενό από την έλλειψή τους υπάρχει πάντα και δυστυχώς - αφού υποφέρουμε εμμέσως - ή και ευτυχώς - γιατί ίσως μας κάνει καλύτερους ανθρώπους η συνειδητοποίηση συγκεκριμένων πραγμάτων για τον εαυτό μας - αυτό φαίνεται στην απλή καθημερινότητά μας και δεν αναπληρώνεται με τίποτε.
Άλλες πάλι φορές η ζωή μάς ξαναφέρνει ανθρώπους αγαπητούς από άλλες στιγμές της ζωής μας που χωρίς λόγο χαθήκαμε και θα ξαναχαθούμε μόλις τελειώσει και αυτή η στιγμή για να ξαναβρεθούμε - άραγε ποιος ξέρει; - σε ανύποπτο χρόνο και χώρο και πάλι.
Προσωπικά, χαίρομαι όταν συναντώ παλιούς γνωστούς και καταλαβαίνω ότι με θυμούνται και δεν έχουν πάψει να με συμπαθούν. Χαίρομαι να ανακαλύπτω πως είναι καλά και ευτυχισμένοι και ότι το παλεύουν, όπως άλλωστε κάνουμε όλοι μας.



Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Βολτάροντας στην Αθήνα ...

Δεν υπάρχει τίποτε πιο όμορφο από μια βόλτα στο κέντρο της πόλης ένα σχεδόν καλοκαιρινό απόγευμα σαν και το σημερινό. Και λέγοντας κέντρο, πάντα εννοώ την περιοχή του Μοναστηρακίου και του Θησείου.
Εύκολη η πρόσβαση πλέον με το μετρό, ντάλα ο χαμηλός απογευματινός ήλιος να σε χτυπάει ανελέητα και να σε ιδρώνει, να τυφλώνει τα μάτια σου ακόμα και πίσω από την προστασία των γυαλιών σου. Εγώ όμως εκεί! Να επιμένω μαζί με εκατοντάδες άλλους Αθηναίους να σουλατσάρω πέρα δώθε το εμπορικό κέντρο, χωρίς να έχω κάτι το ιδιαίτερο στο μυαλό μου να αγοράσω. Απλά για χάζεμα, βόλτα και περπάτημα ...
Και μετά από ικανή ώρα να αναρωτιέμαι μήπως κάτι δεν πάει καλά με μένα, μήπως είμαι μία ηλίθια μαζόχα Αθηναία, που δεν μπορεί να περάσει αλλιώς το απόγευμά της και συνωστίζεται άνευ λόγου κι αιτίας στο αποπνικτικό και υγρό κλεινόν άστυ!
Σίγουρα όλα τα παραπάνω ισχύουν.
Όμως σαν φτάσω στα πλακόστρωτα δρομάκια στο Μοναστηράκι με τις τουριστικές παγίδες, τα αέναα στοιβαγμένα χίπικα σανδάλια και τα παντός τύπου και μεγέθους τσολιαδάκια, ανασαίνω. Ίδια κι απαράλλαχτα από τότε που ήμουν μικρή και με έσερνε γκρινιάζοντας η μάνα μου για τα καθιερωμένα οικογενειακά ψώνια στις εκπτώσεις. Τι decadence ήταν αυτό τότε! Το θυμάμαι με τρόμο.
Όμως, τώρα μου αρέσει εκεί. Ένα στρίψιμο αριστερά και μπορείς να πιεις τον καφέ σου στους Αέρηδες στην Πλάκα, να βολτάρεις δίπλα στα αρχαία μνημεία, να χαζολογήσεις τους τουρίστες χωρίς σκοπό. Ούτε καν αυτοί δεν έχουν αλλάξει με τα χρόνια :))))))))))))
Λίγο παρακάτω και χωμένη πια βαθιά μέσα στο Γιουσουρούμ δεν υπάρχει περίπτωση να βαρεθώ να χαζεύω μπιχλιμπίδια ή και βεβαιότατα πολύ όμορφα πράγματα, κομπολόγια και χάντρες, φτηνά δίπλα σε πανάκριβα κοσμήματα, αρώματα και μπαχαρικά, παραδοσιακά τάβλια και τουριστικά μπλουζάκια - it's all greek to me!- παλιά πράγματα, άχρηστα ή και μεταποιήσιμα, αν βρεθούν στα κατάλληλα καλλιτεχνικά και/ή μαστορικά χέρια, βιβλία σχεδόν διαλυμένα από το χρόνο και τη χρήση, προσφορές και παζάρια με/από το μαύρο πωλητή, που έχει απλώσει την πραμάτεια του σε ένα βρωμερό σεντόνι πάνω στις πλάκες του δρόμου.
Ποτέ δεν κατάφερα να πάω με παρέα στο Μοναστηράκι. Κάποτε είχα σκοπό να κάνω αυτή τη βόλτα με κάποιο πολύ αγαημένο πρόσωπο για να δει με τα δικά μου μάτια και με την αγάπη μου αυτό το κομμάτι της Αθήνας. Δεν το καταφέραμε ποτέ.
Ας είναι ...
Έτσι, παραμένει για μένα μία από τις πιο αγαπημένες μοναχικές μου βόλτες, μια προσωπική ιδιαίτερη απόλαυση που δεν μπορω και δεν έχω - η αλήθεια είναι αυτή - τη διάθεση να τη μοιραστώ με κανέναν. Σαν άνθρωπος, σαβουρολάτρης και με ρομαντική ψυχή, θέλω να είναι αυτή η βόλτα ολόδική μου.
Και σαν πέσει ο ήλιος, να κάτσω σε ένα από τα τραπεζάκια στο πλακόστρωτο πίσω από το Θησείο, απέναντι από τις παλιές γραμμές του ηλεκτρικού, με θέα την Ακρόπολη φωτισμένη και έχοντας πίσω μου τις αιώνιες ανασκαφές κάποιων αρχαίων ερεπείων, που μέχρι και σήμερα δεν έχω αξιωθεί να μάθω τι ακριβώς είναι. Εκεί θέλω να απολαύσω τον καφέ μου ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό είτε απλά χαζολογώντας ό,τι και όποιον περνάει από εκεί. Και μετά να γυρίσω στην πλατεία στο Μοναστηράκι, να αγοράσω ένα θεικό σουβλάκι από του "Θανάση" και να το καταβροχθίσω παρακολουθώντας με περιέργεια ανάμεικτη με θαυμασμό τους υπαίθριους θεατρίνους κι ακούγοντας ταυτόχρονα τους μουσικούς του δρόμου στις πρόχειρες συναυλίες τους να προσπαθούν να πουλήσουν χειροποίητα κοσμήματα και ονειροπαγίδες ή απλά τα Cds τους.
Πάντα υπάρχει κάποιος να παίζει μουσική εκεί. Κι αν είμαι τυχερή και είναι παραδοσιακή μουσική από το Περού ή έστω fake ινδιάνικη, τόσο μεγαλύτερη είναι η απόλαυσή μου.
Αυτή είναι άλλωστε η Αθήνα που λατρεύω!

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Σήμερα

Βροχερή μέρα η σημερινή. Ατέλειωτη, σπαστική, ποτιστική βροχή. Ξύπνησα με βροχή, χουζούρεψα με βροχή, πήγα σούπερ μάρκετ για να αγοράσω φαγητό της "κόρης" μου με βροχή, γύρισα σπίτι με βροχή, έκανα τη νοικοκυρά με βροχή, έφαγα με βροχή, προσπάθησα να κοιμηθώ με βροχή, διάβασα λιγάκι με βροχή ώσπου βαρέθηκα!
Αμάν πια με τη βροχή!
Έφτιαξα καφέ, βαρύ σουρωτό, irish coffee με ένα κατιτίς από βανίλια. Τον ήπια αλλά η βροχή βροχή ...
Έκανα ένα μπάνιο, αφήνοντας το νερό να τρέξει πάνω στο πρόσωπό μου ώσπου δεν μπορούσα πια να πάρω ανάσα, σκουπίστηκα, ξεμπέρδεψα το μαλλί μου ...
Μου ερχόταν να ουρλιάξω από βαρεμάρα!
Έφτιαξα μια "φωλιά" στον καναπέ μου, τυλίχτηκα με μια φλις κουβερτούλα, άνοιξα διάπλατα την μπαλκονόπορτα αποφασισμένη ότι αφού δεν μπορώ να γλιτώσω από την αναθεματισμένη τη βροχή θα την απολαύσω. Και αυτό έκανα!
Άκουγα εν ηρεμία, στο σουρούπωμα της μέρας, το τσουρτσουρητό της, προσπάθησα να μυρίσω τη γης αλλά το μόνο που μου ερχόταν με το ελάχιστο αεράκι ήταν η μυρωδιά των καμμένων της Πεντέλης. Οπότε δεν έλεγε ...
Σηκώθηκα και αποφάσισα να βγω έξω βόλτα. Ντύθηκα γερά, δηλ. αυτό για μένα σημαίνει ότι φόρεσα ένα λεπτό αδιάβροχο με κουκούλα και περπάτησα. Εκείνη τη στιγμή ψιλοσταμάτησε λες και η βροχή μου έκανε τόπο να περάσω. Χάρη στην αφεντομουτσουνάδα μου. Ωραία ήταν, δε λέω!
Γυρίζοντας την έβγαλα με μια νέα κούπα καφέ στη βεράντα μου. Επιθυμούσα να είχα ένα εξοχικό με θέα στη θάλασσα από ψηλά, πανοραμικά. Είναι το όνειρό μου! Θα καθόμουν να αγναντεύω. Πάντα μου άρεσε η θάλασσα, ιδίως το χειμώνα, που είναι κυματισμένη και ασπρίζει ή μια τέτοια θλιβερή μέρα που είναι ήρεμη μεν αλλά γκρίζα και μουντή. Έχοντας διαβάσει και τόσα thrillers καταλαβαίνετε πού πάει το απαίσιο μυαλό μου! Α! ρε, King, πόσο διαβολεμένα παρανοικό κακό μας έχεις κάνει ...
Θυμάμαι παλιά που δούλευα στο Μαραθώνα, σχεδόν κάθε πρωί πηγαίνοντας για το σχολείο έκανα μια παράκαμψη και καθόμουν σε κάποιο παγκάκι στον παραλιακό δρόμο της Μάκρης μόνο και μόνο για να χαζέψω τη θάλασσα. Τότε δεν είχα καμία έγνοια στον κόσμο για να είμαι ειλικρινής. Απλά, χαιρόμουν να τη βλέπω.
Αλλά ακόμα και στενοχωρημένη η θάλασσα με ηρεμεί. Τα προηγούμενα Χριστούγεννα στα Χανιά ήταν μια μέρα όπως η σημερινή. Μόνο που δεν έβρεχε. Έκανε πολύ κρύο και ο ουρανός ήταν γκρίζος και βαρύς. Κι εκεί σε ένα παγκάκι καθισμένη, να εξέχει από το γιακά του μπουφάν μου μόνο μια μύτη και δυο μάτια - φαντάσου να εξείχε το αντίθετο ε? - τη χάζεψα μέχρι αποχαυνώσεως. Πήγαινε κι ερχόταν το κύμα και κάθε φορά που αποτραβιόταν έπαρνε και λίγο από τον καημό μου για να μου τον ξαναφέρει πετάγοντάς μου τον με ένα δυνατό πιτσίλισμα κάθε φορά που το κύμα ξαναερχόταν. Παρόλα αυτά, ήταν μια θάλασσα ζωντανή και όμορφη. Τι άλλο να θέλουν τα μάτια για να βλέπουν ...
Και φέτος το καλοκαίρι δε μου ελειψε. Την έβλεπα όλες της τις ώρες από τη βεράντα ενός εξοχικού στο Πόρτο Ράφτη. Ευτυχώς, η γειτόνισσά μου με άφηνε να κάθομαι όσες ώρες ήθελα, να την κοιτάζω, να σκέφτομαι ή να μην σκέφτομαι τίποτε, μιλώντας μου μόνο για τα απαραίτητα. Όλα έβρισκαν τη θέση τους και το χώρο τους όταν ήμουν εκεί. Τίποτε δεν έμοιαζε ασήμαντο εκτός από τη δική μου παρουσία εκεί.
Την παρατηρούσα, λοιπόν, και προσπαθούσα να δω την αναγλυφότητά της. Ξέρεις, πρόσφατα έμαθα πως η θάλασσα δεν είναι ίσια στην επιφάνειά της. Πως αν την απεικονίσεις σε έναν υπολογιστή θα τη δεις να καμπυλώνεται και να βυθίζεται σε διάφορα σημεία της. Και αυτό λόγω του υποθαλάσσιου ανάγλυφου και της βαρύτητας.
Άσχετο ε?
Ακόμα βρέχει ... κι εμένα με πονάει το αυτί μου για άλλη μια φορά!!!


Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Φέτος το καλοκαίρι είδα κάποιες παραστάσεις. Όλες τους πολύ καλές δουλειές. Μία όμως ξεχώρισε. Πρόκειται για τη "Βαβυλωνία" με τον Ταξιάρχη Χάνο και πολλούς άλλους ηθοποιούς.
Αν και πρόκειται για κλασικό θεατρικό έργο, η παράσταση είχε μοντέρνα σκηνοθεσία και ήταν προσανατολισμένη στο τώρα διατηρώντας το βασικό μύθο και λόγο. Έμεινε μακριά από το σαχλό και κουραστικό εύρημα της αιώνιας femme fatale, της αοιδού της όπερας, και της γοητείας της πάνω στον Επτανήσιο αστυνομικό.
Συνέδεσε άψογα το μύθο με τους μετανάστες από κάθε φυλή και γωνιά της γης που μπορεί να συναντηθούν σε οποιαδήποτε τόπο, ξένοι ανάμεσα σε ξένους, και να δεθούν στην ίδια δύσκολη κατάσταση όπως αυτής της τόσο απλής, δηλ. του λαβώματος του Κρητικού από τον Αρβανίτη.
Η παράσταση ξεκινούσε με τους ηθοποιούς να μπαίνουν στη σκηνή σαν να έρχονται ο καθένας από τον τόπο του, με τον μπόγο του ο καθένας στον ώμο του να είναι όλη του η ζωή και η περιουσία και ταυτόχρονα το βάσανό του στον ξένο τόπο που μπορεί φυσικά να είναι οποιοσδήποτε τόπος. Στη συνέχεια αποδύονταν τα σημερινά τους ρούχα για να ενδυθούν τα ρούχα του κάθε χαρακτήρα του κλασικού έργου με κορυφαίο τον Ανατολίτη έμπορο.
Και αυτοί οι άνθρωποι διαφέρουν σε όλα, στη φάτσα, στην ομιλία, στη διάλεκτο, στη νοοτροπία, στη μόρφωση, σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Καθένας τους είναι μια εντελώς διαφορετική προσωπικότητα που όμως ζητάει ένα και το αυτό πράγμα. Να κάνει τη δουλειά του, να ξεκουραστεί στη λοκάντα, να φάει και να πιει αυτό που αγαπάει περισσότερο και του θυμίζει τον τόπο του και να ξαναγυρίσει στον τόπο του και στους δικούς του. Κανένας τους δεν θέλει καυγάδες και με το ξεχωριστό του τραγούδι συμβάλλει στο γλέντι. Μπορεί να μην είναι η δική σου μουσική, τα δικά σου λικνίσματα και ακούσματα, όμως η ψυχή ξέρει και αναγνωρίζει και ευφραίνεται αυτό ακριβώς το διαφορετικό.
Και όταν το κακό συμβαίνει κυριαρχεί ο φόβος με συνέπεια μια άδικη και άσκοπη φυλάκισή τους από έναν Επτανήσιο αστυνόμο, που δεν μπορεί να καταλάβει τη διάλεκτό τους ή μήπως δεν το επιθυμεί και τόσο μιας και είναι προκατειλημένος αρνητικά απέναντι στους ξένους. Γι' αυτόν όλοι ίδιοι είναι άλλωστε και ασήμαντοι.
Φυσικά, στο τέλος όλοι απελευθερώνονται για να δηλώσει πολύ σοφά ο Ανατολίτης ότι "να, τώρα όλοι εμείς συναντηθήκαμε και θα φύγουμε, μα δεν αγαπήσαμε". Καμία καρδιά δεν άνοιξε, κανένα μυαλό δεν ήταν τόσο γενναιόδωρο και ευλογημένο ώστε να θελήσει να μείνει συνειδητά μακριά από τον κοινωνικό ρατσισμό και να αποδεχτεί την αξία του διαφορετικού.

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

Τελικά αξίζει ...

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτούς που αγαπάω.
Από τη στιγμή που κάποιος θα μιλήσει στην ψυχή μου, αυτός για πάντα θα παραμείνει αγαπημένο άτομο. Όσο μακριά ή κοντά μου κι αν είναι, όσο κι αν έχουμε αποξενωθεί ή απλά χαθεί. Ακόμα κι αν έχω βαρεθεί να τον βλέπω κάθε μέρα, αυτό το άτομο θα έχει πάντα ένα τεράστιο μερίδιο πάρει από την καρδιά μου και ποτέ δεν πρόκειται να ξεχαστεί. θα είναι εκεί για πάντα για να μου θυμίζει πως τελικά αξίζει να αγαπάς. Απλά αξίζει!

Και όλα αυτά δεν τα γράφω έτσι για να μου περνάει η ώρα αλλά γιατί απόψε συγκινήθηκα πάρα πολύ. Συνειδητοποίησα πως αν επιθυμώ κάτι, σαν άνθρωπος, είναι απλά να έχω κι εγώ την τύχη να έχω κάποιον να με νοιάζεται.

Πήγα να επισκεφτώ απόψε στο νοσοκομείο μια γειτόνισσά μου, που πολύ αγαπάω. Έκανε μια επέμβαση αρκετά σοβαρή. Μαζί μου πήρα και τον άντρα της, που πάσχει από μιας μέτριας μορφής Αλζχάιμερ. Δεν άντεχα να τον βλέπω να κάθεται να κλαίει στη αυλή του. Ένιωθε ότι του λείπει η γυναίκα του. Άλλωστε, είναι πολύ έντονο το αίσθημα της ανασφάλειας σε αυτή την ασθένεια. Έτσι, τον πήγα στο νοσοκομείο να δει τη γυναίκα του. Μόλις την είδε, την αγκάλιασε, τη φίλησε, έκλαιγαν και οι δυο τους - για να μην πω και οι τρεις μας. Αυτός να τη ρωτάει αν χτύπησε το ποδαράκι της, αν την πονάει η κοιλιά της και γιατί δεν θα έρθει σπίτι και αυτή να του λέει να μην κλαίει γιατί άμα αρρωστήσει κι αυτός ...

Για τέτοιες και μόνο στιγμές αξίζει να ζεις ... αξίζει να έχεις τον άνθρωπό σου δίπλα σου, αξίζει τελικά να αγαπάς, ακόμα και όταν δε σε αγαπούν. Ακόμα και τότε, κι ας απογοητεύεσαι και ας τελματώνεις , αν το σκεφτείς σαν άνθρωπος δε χάνεις. Νιώθεις πως έχεις πεθάνει, το εύχεσαι άλλωστε με όλη σου την ψυχή, αλλά δεν έχεις καταλάβει πως το να αγαπάς θέλει τεράστια δύναμη, να μπορέσεις να ξεπεράσεις τον εγωισμό σου και να υψωθείς πάνω από όλα τα ηλίθια της ζωής, ανακαλύπτοντας το πόσο άξιζε και αξίζει το άτομο που αγάπησες. Βρίσκεις κι εσύ την αξία σου γιατί μπόρεσες να νιώσεις και να αγαπήσεις.

Προσωπικά, θα ήθελα η ζωή να μη μου παίρνει αυτούς που αγαπώ, είτε γιατί γέρασαν, είτε γιατί αποφάσισαν ότι δεν θέλουν εμένα πλέον, είτε γιατί εγώ έκανα φριχτά ή και ασήμαντα λάθη, είτε ο,τιδήποτε. Επειδή, όμως, πάνω σε αυτό δεν έχω τελικά κανένα λόγο, κι επειδή δεν πιστεύω στη μοίρα και στο ριζικό,
επιλέγω να αγαπάω πάντα ό, τι και όποιον αγάπησα.